Splenopexie
Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:
splenopexie — SPLENOPEXÍE s.f. Fixarea (fixa) chirurgicală a splinei. [gen. iei. / < fr. splénopexie, cf. gr. splen – splină, pexis – fixare]. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DN … Dicționar Român
σπληνοπηξία — η, Ν ιατρ. χειρουργική καθήλωση τής σπλήνας με συρραφή της πάνω στον κοιλιακό μυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenopexie (< σπλήνα + πηξία < πήγνυμι)] … Dictionary of Greek